- όρχαμος
- ὄρχαμος, ὁ (Α)πρώτος στη σειρά, αρχηγός («καὶ πεδοστιβὴς λεὼς σμῆνος ὡς ἐκλέλοιπεν μελισσᾱν σὺν ὀρχάμῳ στρατοῡ», Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Αμφβλ. σημ. και ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. συνδέεται με τα: ἄρχω, ἀρχός «αρχηγός» και εμφανίζει κατάλ. -μος (πρβλ. πλόκα-μος). Ωστόσο, η άποψη αυτή προσκρούει σε μορφολογικές δυσχέρειες λόγω τού δυσερμήνευτου αρκτικού ὀ- τής λ., το οποίο μπορεί πιθ. να εξηγηθεί είτε ως αιολισμός είτε ως μετάπτωση τού -α- σε -ο- (πρβλ. ἄγω: ὄγμος). Κατ' άλλη άποψη, η λ. ὄρχαμος θεωρείται παρ. ενός αμάρτυρου ουσ. *ὀρχά «αρχή, διαταγή», στην ύπαρξη τού οποίου οδηγεί το μυκηναϊκό oka, που απαντά σε επιγραφές στρατιωτικού περιεχομένου συνοδευόμενο από κάποιο ανδρικό όν. Τέλος, ορισμένοι μελετητές, επηρεασμένοι από τη φρ. ἔρκος Ἀχαιῶν «τείχος τών Αχαιών», συνδέουν τη λ. με τους τ. ἔρχατος «φράχτης» και ὄρχατος, αν η λ. αυτή έχει τη σημ. τού περίβολου, τού φράχτη (βλ. λ. όρχος)].
Dictionary of Greek. 2013.